Ιδιαιτερα διαμερίσματα με μεγάλους, ενιαίους χώρους και φανατικό κοινό
Η ιστορία των λοφτ ξεκινά τη δεκαετία του ’60 από τη Νέα Υόρκη. Η αποβιομηχάνιση της ευρύτερης περιοχής του Σόχο προσέφερε σε καλλιτέχνες, κυρίως, την ευκαιρία να στεγάσουν στους χώρους εγκαταλελειμμένων εργοστασίων και αποθηκών τα εργαστήριά τους, που πολύ σύντομα μετατράπηκαν στην κύρια κατοικία τους.
Στην Ελλάδα, τα λοφτ συστήθηκαν στο κοινό μέσω της ανάπλασης των περιοχών σε Γκάζι και Κεραμεικό στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Ο χαρακτήρας που απέκτησε σταδιακά το Γκάζι, με τη μετατροπή του σε επίκεντρο εκδηλώσεων τέχνης και πολιτισμού, σε συνδυασμό με την αναβάθμισή του σε πόλο νυχτερινής διασκέδασης, διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση των λοφτ, σε μια περίοδο που οι τιμές ήταν σχετικά προσιτές.
Τα χαρακτηριστικά τους
Ως λοφτ ορίζεται ένας μεγάλος, ανοιχτός χώρος, συνήθως χωρίς εσωτερικούς τοίχους, σε εμπορικά ή βιομηχανικά κτίρια που έχουν μετατραπεί σε διαμερίσματα. Εκτός από τους μεγάλους και ενιαίους χώρους που προσφέρουν, τα λοφτ χαρακτηρίζονται επίσης από ψηλά ταβάνια, τις εκτεθειμένες σωληνώσεις, τους σωλήνες του εξαερισμού και τις κολόνες, με δάπεδα από ξύλο ή σκυρόδεμα, καθώς και μεγάλα παράθυρα από το δάπεδο μέχρι την οροφή.
Τα λεγόμενα «Soft Lofts» είναι διαμερίσματα σοφίτας τα οποία κατασκευάστηκαν αποκλειστικά ως κατοικίες. Αποτελούν τη «δεύτερη γενιά» των λοφτ καθώς η κατασκευή τους χρονολογείται από τις αρχές του 2000, όταν αρκετοί εργολάβοι αντιλήφθηκαν τη δυναμική της τάσης των λοφτ και προχώρησαν στην κατασκευή τέτοιου τύπου διαμερισμάτων σε διάφορές περιοχές της Αθήνας, ξεφεύγοντας από τα όρια του Γκαζιού, του Κεραμεικού και του Μεταξουργείου.
Οι χώροι που διαμορφώνονται στα λοφτ είναι μεγάλοι και ενιαίοι. Συνήθως διατίθενται σε επιφάνειες από 60 έως και 200 τ.μ., ενώ δεν είναι υποχρεωτικό να είναι μόνο ισόγεια, καθώς βρίσκονται και σε υψηλότερους ορόφους που προσφέρουν θέα.
Τα «νεο-λοφτ»
Σήμερα στην ελληνική αγορά η προσφορά των λοφτ είναι περιορισμένη και βασική αιτία είναι η έλλειψη οικοπέδων για την ανάπτυξή τους, ενώ σε πολλές περιοχές εστιατόρια και μπαρ απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των χώρων που θα μπορούσαν να στεγάσουν διαμερίσματα τύπου λοφτ. «Μια ενδιαφέρουσα τάση το τελευταίο διάστημα που παρατηρούμε σε πολλές περιοχές του κέντρου –Νέος Κόσμος, Αμπελόκηποι, Γκύζη, Εξάρχεια, Κυψέλη– είναι τα “νεο-λοφτ”», αναφέρει στο Bluekey ο μεσίτης Κοσμάς Θεοδωρίδης, επικεφαλής των γραφείων Πόλις και αντιπρόεδρος της ομοσπονδίας μεσιτών. «Τα “νεο-λοφτ” αναπτύσσονται σε περιοχές όπου οι αξίες των ισόγειων καταστημάτων έχουν σημειώσει πολύ μεγάλη πτώση τα τελευταία χρόνια. Αρκετοί λοιπόν αγοράζουν ένα ισόγειο κατάστημα αρκετά μεγάλης επιφανείας άνω των 100 τ.μ. και το ανακαινίζουν με βάση το γούστο και τις ανάγκες τους σε ένα πολύ όμορφο διαμέρισμα. Η κίνηση αυτή είναι μια καλή επιλογή τόσο για ιδιοκατοίκηση όσο και για επένδυση», τονίζει ο κ. Θεοδωρίδης. Προσθέτει μάλιστα ότι υπάρχουν ήδη αρκετές περιπτώσεις που Ελληνες επενδυτές ανακαίνισαν τέτοιους χώρους με συνολικό κόστος (αγορά και ανακαίνιση) στις 60.000 ευρώ για να πουλήσουν εν συνεχεία σε ξένους σε τιμές από 120.000 έως 140.000 ευρώ αναλόγως της περιοχής.
Οι τιμές
Αν και το κόστος αγοράς ενός λοφτ είναι αυξημένο έως και 30% με 40% με ένα αντίστοιχο «συμβατικό» διαμέρισμα, η ζήτηση για τον συγκεκριμένο τύπου κατοικίας παραμένει υψηλή. Το κοινό των λοφτ είναι κυρίως μέσης ηλικίας με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, γεγονός που βοηθά στη διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα και δικαιολογεί τις αντοχές που επέδειξαν ακόμη και στη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης, καθώς η διόρθωση ήταν σημαντικά μικρότερη σε σύγκριση με την υπόλοιπη αγορά.
Σήμερα οι τιμές των λοφτ στο Γκάζι ξεκινούν από 3.000 ευρώ ανά τ.μ. αναλόγως της ποιότητας κατασκευής και των αρχιτεκτονικών στοιχείων του ακινήτου. Στο Κεραμεικό, το κόστος διαμορφώνεται από 2.300 έως 2.800 ευρώ/τ.μ. ενώ στο κέντρο της πόλης η τιμή ανεβαίνει σημαντικά. Στο Κολωνάκι, για παράδειγμα, ειδικά για διαμερίσματα τύπου λοφτ που προσφέρουν και θέα, η τιμή του τ.μ. μπορεί να φθάσει ακόμη και τις 5.500 ευρώ. «Επειδή συνήθως όταν μιλάμε για λοφτ αναφερόμαστε σε διαμερίσματα μεγάλης επιφάνειας, το κόστος απόκτησης ενός λοφτ μπορεί να φθάσει το 1 εκατ. ευρώ ή ακόμη και να το υπερβεί όταν μιλάμε για πολύ ιδιαίτερα ακίνητα», υπογραμμίζει ο κ. Θεοδωρίδης. «Γενικά πάντως, η κτηματαγορά έχει αρχίσει να διανύει ξανά έναν νέο ανοδικό κύκλο και αυτό εντείνεται διαρκώς σε όλες τις κατηγορίες των ακινήτων, εμφανίζοντας βέβαια διαφοροποιήσεις ανάλογα με την περιοχή», προσθέτει.

Η
ιστορία των λοφτ
Τα διαμερίσματα λοφτ πρωτοεμφανίζονται στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές αυτής του ’70. Η αποβιομηχάνιση της ευρύτερης περιοχής του Σόχο, από το West Broadway έως τη Lafayette έκλεινε ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία της περιοχής. Καλλιτέχνες και βιοτέχνες βρήκαν στα άδεια πλέον εργοστάσια και στις αποθήκες τον χώρο που θα φιλοξενούσε τα εργαστήρια και την επιχείρησή τους, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που στέγασαν στον ακίνητο επαγγελματικό χώρο και κατοικία. Καθώς η περιοχή άρχισε να αναπτύσσεται οικιστικά, αρκετοί αρχιτέκτονες είδαν τη διαφορετικότητα που προσέφεραν οι κατοικίες σε πρώην βιομηχανικούς χώρους και έτσι ξεκίνησε η κατασκευή των λοφτ και σε άλλες περιοχές της Νέας Υόρκης, πέραν του Σόχο. Η απήχηση της νέας αυτής αρχιτεκτονικής πρότασης ήταν τέτοια που η σχέση των Νεοϋορκέζων με τα λοφτ έγινε... ερωτική.
Σε αυτό, βέβαια, βοήθησε και ο... εκσυγχρονισμός των λοφτ από τους αρχιτέκτονες, που πρόσθεσαν έναν υπερυψωμένο χώρο (πατάρι) που είναι εν μέρει ανοιχτός και έχει θέα στον κύριο χώρο διαβίωσης. Συνήθως αυτό το επάνω μέρος είναι μια κρεβατοκάμαρα, αν και υπό ορισμένες συνθήκες θα μπορούσε να είναι ένας χώρος γραφείου, ένα καθιστικό κ.λπ. Σε κάποιες περιοχές, αυτά αναφέρονται επίσης ως «California Loft Apartment», ένας όρος που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1970. Αρχικά αυτοί οι χώροι σοφίτας χρησιμοποιούσαν κιγκλιδώματα από ξύλο ή σίδηρο. Ενώ πολλοί άνθρωποι απολαμβάνουν την ανοιχτή αίσθηση που προσφέρει, μια πιο σύγχρονη τάση είναι η τοποθέτηση «μισού» τοίχου. Η κίνηση αυτή παρέχει μεγαλύτερη ιδιωτικότητα, ιδίως εάν ο υπερυψωμένος χώρος χρησιμοποιείται ως υπνοδωμάτιο.
