Ο επίδοξος αγοραστής στο κέντρο θα συναντήσει κυρίως παλαιές κατασκευές
Στα γαλλικά, retiree σημαίνει απομακρυσμένος. Στη γλώσσα της ελληνικής κτηματαγοράς, πάντως, χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το διαμέρισμα του τελευταίου ορόφου, που συνήθως είναι οροφοδιαμέρισμα και με τον τρόπο αυτό, ενδεχομένως, συμπεριλαμβάνει και την έννοια του απομακρυσμένου από τους υπόλοιπους ενοίκους του κτιρίου.
Η θέα και η μεγάλη βεράντα αποτελούν τα βασικά πλεονεκτήματα των ρετιρέ και είναι τα στοιχεία που «αποζημιώνουν» τον ιδιοκτήτη τους για τα λιγότερα τετραγωνικά που συνήθως προσφέρουν σε σύγκριση με τα υπόλοιπα διαμερίσματα της πολυκατοικίας. Συνήθως, η επιφάνεια των ρετιρέ κυμαίνεται μεταξύ 70 και 100 τ.μ. Οπως και να έχει, το ρετιρέ αποτελεί έναν ιδιαίτερο τύπο διαμερίσματος, με φανατικό και πολυπληθές κοινό, γεγονός που διατηρεί διαχρονικά τη ζήτηση σε υψηλά επίπεδα. Από την άλλη πλευρά, η προσφορά σε ρετιρέ είναι πολύ περιορισμένη και πλέον τείνουν να εξελιχθούν σε είδος υπό εξαφάνιση. Γι’ αυτό και ο επίδοξος αγοραστής ενός ρετιρέ στο κέντρο της Αθήνας, δηλαδή από Κουκάκι, Φιλοπάππου, Μετς, Ανάκτορα, Λυκαβηττό, Εξάρχεια έως και το Μεταξουργείο θα συναντήσει παλαιές κατασκευές.
Ελλειψη νεόδμητων
Tα νεόδμητα ρετιρέ είναι ουσιαστικά ανύπαρκτα, καθώς οι κατασκευαστές επιλέγουν να «βαπτίζουν» ρετιρέ ή roof garden τα διαμερίσματα του τελευταίου ορόφου, που κατοχυρώνουν στους ιδιοκτήτες τους μέρος ή ακόμη και ολόκληρη την ταράτσα, ώστε να τη χρησιμοποιήσουν κατά το δοκούν. O λόγος που σταμάτησε η κατασκευή νέων ρετιρέ ήταν η απώλεια τετραγωνικών μέτρων που συνεπάγονται, γεγονός που μεταφράζεται σε μειωμένα κέρδη για τον εργολάβο. Η έλλειψη νεοδμήτων σε συνδυασμό με τη διστακτικότητα των ιδιοκτητών να πουλήσουν τα διαμερίσματά τους είναι οι βασικοί λόγοι που στηρίζουν τις αξίες των ρετιρέ. Μάλιστα, τα ρετιρέ όχι μόνο «κρατάνε» τις τιμές τους, αλλά τις αυξάνουν κιόλας παρά το γεγονός ότι πρόκειται για παλαιά διαμερίσματα. Βέβαια, τις περισσότερες φορές όταν κάποιος ιδιοκτήτης αποφασίζει να βγάλει προς πώληση το ρετιρέ του, προχωράει προηγουμένως στην ανακαίνισή του, γεγονός που ενισχύει σημαντικά την αξία του.
Οι τιμές
Στην Ελλάδα, τα ρετιρέ βρέθηκαν στο απόγειο της δόξας τους τη δεκαετία του ’60, όταν αποτέλεσαν είδος πολυτελείας προσδίδοντας κοινωνική καταξίωση και αίγλη στον ιδιοκτήτη του. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι η περιοχή του Κολωνακίου διαθέτει πληθώρα τέτοιων διαμερισμάτων. Σήμερα στο Κολωνάκι οι ζητούμενες τιμές στα ελάχιστα ρετιρέ που βγαίνουν προς πώληση κυμαίνονται μεταξύ 5.000 και 5.500 ευρώ ανά τ.μ. Η ποιότητα κατασκευής και η γενικότερη κατάσταση της πολυκατοικίας επηρεάζουν καίρια την αξία του διαμερίσματος.
Ταυτόχρονα, καθώς η θέα είναι το μεγάλο πλεονέκτημα των ρετιρέ, αυτά που βλέπουν προς Ακρόπολη, θάλασσα ή Λυκαβηττό εμφανίζουν ακόμη υψηλότερες τιμές, που σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να φθάσουν και τις 6.000 ευρώ/τ.μ.
Υψηλές ζητούμενες τιμές εμφανίζει και η περιοχή του Λυκαβηττού, με τις τιμές να κινούνται μεταξύ 4.800 και 5.000 ευρώ. Πάντως οι περιοχές του Κολωνακίου και του Λυκαβηττού είναι αυτές που εμφανίζουν και τη μεγαλύτερη ζήτηση για ρετιρέ στην Αθήνα, καθώς τα διαμερίσματα που «βγαίνουν» στην αγορά είναι υψηλών προδιαγραφών και σχεδόν πάντα ανακαινισμένα.
Μία ακόμη περιοχή που παρουσιάζει υψηλή ζήτηση είναι το Θησείο, καθώς στη συγκεκριμένη περιοχή τα ρετιρέ προσφέρουν πολύ όμορφη θέα. Το κόστος αγοράς εκτιμάται σε τουλάχιστον 3.000 ευρώ ανά τετραγωνικό με αυξητικές τάσεις στα καλά σημεία του Θησείου.
Περισσότερες επιλογές και σαφώς χαμηλότερες τιμές προσφέρουν τα Εξάρχεια. Αποτελούν μια ιδιαίτερη περιοχή της Αθήνας, που παρά τα χρόνια προβλήματα που εμφανίζουν, έχουν το δικό τους κοινό και σταθερή ζήτηση λόγω της εγγύτητας στο κέντρο. Οι τιμές πώλησης των ρετιρέ στην περιοχή των Εξαρχείων κινούνται μεταξύ 2.000 και 2.500 ευρώ/τ.μ. ενώ πέραν της ιδιοκατοίκησης η εκμετάλλευσή τους μέσω παραδοσιακών ή βραχυχρόνιων μισθώσεων εξασφαλίζει στον ιδιοκτήτη ικανοποιητική απόδοση.
Απομακρυνόμενοι από το κέντρο, ρετιρέ συναντάμε κυρίως στις περιοχές που οικοδομήθηκαν κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Αναφερόμαστε σε σημεία όπως το Παγκράτι, η Κυψέλη, τα Ανω Πατήσια, το Γαλάτσι, του Ζωγράφου, οι Αμπελόκηποι και η Καλλιθέα. Στις περιοχές αυτές το κόστος είναι αισθητά χαμηλότερο σε σχέση με το κέντρο, με τις τιμές πώλησης να εμφανίζουν σοβαρές διαφοροποιήσεις και να κινούνται μεταξύ 1.500 και 2.000 ευρώ/τ.μ., με το σημείο όπου βρίσκεται το διαμέρισμα να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο.
Τα νότια προάστια
Τα νότια προάστια και το παραλιακό μέτωπο της πόλης αποτελούν μία ακόμη ζώνη όπου τα ρετιρέ εμφανίζουν μεγάλη ζήτηση. Εδώ η απόσταση από το κέντρο δεν παίζει κανένα ρόλο στη διαμόρφωση της αξίας των διαμερισμάτων και ο βασικός παράγοντας είναι το πόσο κοντά είναι στη θάλασσα και πόσο βλέπουν θάλασσα. Τα διαμερίσματα που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της παραλιακής είναι αυτά που συγκεντρώνουν την πιο μεγάλη ζήτηση και εμφανίζουν βέβαια και τις υψηλότερες τιμές. Σε γενικές γραμμές οι ζητούμενες τιμές πώλησης για ρετιρέ στα νότια προάστια κυμαίνονται μεταξύ 3.500 και 4.000 ευρώ/τ.μ.
Από τη Γλυφάδα έως και τη Βουλιαγμένη οι τιμές αυξάνονται σημαντικά και φθάνουν τις 5.000 ευρώ ανά τετραγωνικό ή και τις 6.000 ευρώ σε περιπτώσεις εξαιρετικών ακινήτων. Η σοβαρή αυτή διαφορά αποδίδεται στο γεγονός ότι στη συγκεκριμένη ζώνη συναντάμε νεότερα διαμερίσματα. Ομως η προσφορά είναι εξαιρετικά περιορισμένη καθώς ο αριθμός των πωλητών είναι μικρός. Από την άλλη πλευρά, η ζήτηση τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί σημαντικά. Πέραν των Ελλήνων που αναζητούν ρετιρέ στα νότια προάστια –είτε για ιδιοκατοίκηση είτε για εκμετάλλευση– η εμφάνιση ξένων επενδυτών στο πλαίσιο του προγράμματος της «χρυσής βίζας» έχει αλλάξει τα δεδομένα. Εξάλλου, τα νότια προάστια αποτελούν τον αγαπημένο προορισμό των ξένων που τοποθετούνται στην Αθήνα, με τις περισσότερες φορές οι αγορές που πραγματοποιούν να υπερβαίνουν κατά πολύ το ελάχιστο όριο επένδυσης των 250.000 ευρώ που θέτει το πρόγραμμα της «χρυσής βίζας».
