Από τι εξαρτάται ο χρόνος ζωής ενός κτιρίου και η σημασία της συντήρησης
Σπίτια της δεκαετίας του ’70, κάτω των 80 τ.μ., ειδικά για το κέντρο της Αθήνας, τα νότια και τα βόρεια προάστια, είναι αυτά τα οποία, με βάση την προσφορά στην αγορά αυτή τη στιγμή, πληρούν τα κριτήρια για το νέο πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ». Λίγο μεγαλύτερα, κοντά στα 80 τ.μ., είναι τα διαμερίσματα που προσφέρονται και πληρούν τα κριτήρια στα πιο φθηνά δυτικά προάστια και λίγο πιο καινούρια –της δεκαετίας του ’80 και των αρχών του ’90– είναι ένα υποψήφιο, μέσο διαμέρισμα για έναν ενδιαφερόμενο αγοραστή που θα αναζητήσει πρώτη κατοικία στα ανατολικά προάστια και γενικότερα στο υπόλοιπο Αττικής. Αυτό είναι το προφίλ της ζήτησης για κατοικίες που δημιουργεί το πρόγραμμα “Σπίτι μου 2” σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της πλατφόρμας Spitogatos. Η μεγάλη ζήτηση για σπίτια άνω των 45 ετών είναι φυσιολογική, δεδομένου ότι η προσφορά είναι μεγάλη, ενώ το κόστος τους σχετικά χαμηλότερο. Κάποιος όμως που αγοράζει σήμερα ένα σπίτι ηλικίας 50 ετών, με την αποπληρωμή ενός δανείου π.χ. 25 ετών θα διαθέτει ένα ακίνητο που θα μετρά 75, τουλάχιστον, χρόνια ιστορίας. Πόσα χρόνια όμως “ζει” μια πολυκατοικία;
Η διάρκεια ζωής ενός κτιρίου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Ο σκελετός από οπλισμένο σκυρόδεμα, που είναι η βάση των πολυκατοικιών που χτίστηκαν στις δεκαετίες του' 70 και του' 80, θεωρητικά έχει αντοχή τουλάχιστον 100 χρόνια. Όμως, αυτή η εκτίμηση ισχύει μόνο αν έχει γίνει σωστή κατασκευή και αν το κτίριο συντηρείται σωστά. Σε πολλές περιπτώσεις, η διάβρωση του οπλισμού, η υγρασία και οι σεισμοί έχουν επιταχύνει τη γήρανση των πολυκατοικιών.
Ένα μεγάλο ζήτημα είναι η αντισεισμική προστασία. Οι πολυκατοικίες του ’70 ακολουθούσαν κανονισμούς που σήμερα θεωρούνται ξεπερασμένοι. Το 1985 έγιναν οι πρώτες σημαντικές αλλαγές στον αντισεισμικό κανονισμό, και το 2000 ο κανονισμός έγινε ακόμα αυστηρότερος. Άρα, μια πολυκατοικία του 1975 μπορεί να μην έχει την ίδια αντοχή με μια του 1995, παρότι και οι δύο είναι «παλιές» στα μάτια μας.
Η κατάσταση των υλικών παίζει επίσης τεράστιο ρόλο. Αν η πολυκατοικία έχει εξωτερικές ρωγμές, αν το σκυρόδεμα αρχίζει να θρυμματίζεται ή αν ο σίδηρος στον οπλισμό έχει αρχίσει να διαβρώνεται, τότε η αντοχή του κτιρίου μειώνεται. Σε αντίθεση με τις νεότερες κατασκευές, τα κτίρια του ’70 και του ’80 δεν είχαν συστήματα θερμομόνωσης, κάτι που σημαίνει ότι η υγρασία μπορεί να έχει κάνει ζημιά στους τοίχους και τον οπλισμό.
Ουσιαστικά, δεν υπάρχει «ημερομηνία λήξης» για μια πολυκατοικία. Υπάρχει όμως ανάγκη για έλεγχο. Αν μια πολυκατοικία συντηρείται σωστά, έχει επισκευές όπου χρειάζεται και οι ένοικοι δεν αφήνουν τα προβλήματα να μεγαλώσουν, μπορεί να αντέξει ακόμα και έναν αιώνα. Αν όμως η συντήρηση είναι ανύπαρκτη, τότε σε λίγες δεκαετίες μπορεί να αρχίσουν σοβαρά προβλήματα.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι οι πολυκατοικίες των δεκαετιών ’70 και ’80 δεν είναι «τελειωμένες», αλλά σίγουρα χρειάζονται έλεγχο. Η καλύτερη λύση είναι να γίνονται τακτικοί έλεγχοι από μηχανικούς, ώστε να διαπιστωθεί αν υπάρχει ανάγκη ενίσχυσης. Γιατί ναι, μπορεί να έχουν αντέξει μέχρι τώρα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα αντέχουν για πάντα.
Διαβάστε περισσότερα στο Real Estate kathimerini.gr
