Εκτιμάται ότι επηρεάζονται περισσότερα από 50.000 ακίνητα
Την επιβολή Τέλους Επιτηδεύματος για κάθε ακίνητο που λειτουργεί ως κατάλυμα βραχυχρόνιας μίσθωσης προβλέπει εγκύκλιο της ΑΑΔΕ. Σύμφωνα με τη σχετική διάταξη κάθε ακίνητο που λειτουργεί ως κατάλυμα βραχυχρόνιας μίσθωσης, θα πρέπει να λειτουργεί ως φορολογικό υποκατάστημα, που ασφαλώς υπόκειται και αυτό σε τέλος επιτηδεύματος και άλλα διαχειριστικά κόστη (π.χ. τήρησης έδρας κτλ.).
Με τον τρόπο αυτό, αντί να πληρώνει η εκάστοτε εταιρεία διαχείρισης εφάπαξ το σχετικό κόστος, πλέον θα καλείται να το πληρώνει και για κάθε ακίνητο ξεχωριστά, κάτι που πολλαπλασιάζει τις επιβαρύνσεις και στην πράξη, μετατρέπει την σχετική δραστηριότητα μη ελκυστική για τους περισσότερους, πλην των φυσικών προσώπων, δηλαδή όσων έχουν λιγότερα των δύο ακινήτων ανά ΑΦΜ. Για παράδειγμα, μια εταιρεία που διαχειρίζεται 10 ακίνητα με ετήσιος κερδος 10.000 ευρώ, πληρώνει σήμερα φόρο 2.200 ευρώ και προκαταβολή φόρου 1.100 ευρώ.
Με τις προωθούμενες αλλαγές, θα κληθεί να πληρώσει επιπλέον 600 ευρώ ανά ακίνητο (τέλος επιτηδεύματος και ελάχιστο ύψος φόρου) για κάθε ακίνητο ξεχωριστά, δηλαδή συνολικά άλλα 6.000 ευρώ. Επομένως, ο συνολικός φόρος θα διαμορφωθεί σε 9.300 ευρώ, επί συνόλου 10.000 ευρώ κέρδους.
Η σχετική διάταξη είναι το άρθρο 15 της εγκυκλίου, όπου ορίζεται ότι «τα ακίνητα που μισθώνονται ή εκμισθώνονται ή υπεκμισθώνονται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 111 του ν. 4446/2016 από νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, χωρίς την παροχή άλλων υπηρεσιών, πλην της παροχής κλινοσκεπασμάτων, λογίζονται ως επαγγελματικές εγκαταστάσεις (έδρα και υποκαταστήματα) των ως άνω προσώπων και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 (Α'152), περί επιβολής τέλους επιτηδεύματος». Στην αντίστοιχη διευκρινιστική εγκύκλιο της ΑΑΔΕ, που είχε εκδοθεί το 2019, στο άρθρο 11 αναφερόταν ακριβώς η ίδια διάταξη, αλλά γινόταν ρητή επισήμανση ότι «τα ακίνητα δεν λογίζονται ως υποκατάστημα» κι επομένως δεν υποχρεούνται να καταβάλουν τέλος επιτηδεύματος.
Η σχετική διάταξη εκτιμάται ότι θα επηρεάσει τουλάχιστον 50.000 ακίνητα που σήμερα βρίσκονται υπό διαχείριση, είτε έμμεσα από εταιρείες διαχείρισης, είτε άμεσα από ιδιώτες ιδιοκτήτες, που έχουν π.χ. ένα χαρτοφυλάκιο από 3-6 ακίνητα. Πρόκειται για ένα μέγεθος που εκτιμάται ότι ισοδυναμεί με το 40% του συνόλου της αγοράς των βραχυχρόνιων μισθώσεων, που τελεί υπό επαγγελματική διαχείριση. Σε πανελλαδικό επίπεδο, υπολογίζεται ότι τα ενεργά καταλύματα (όσα δηλαδή έχουν τουλάχιστον μία κράτηση/μήνα) ανέρχονται σε 130.000 – 150.000.
